- κοινοβιος
- κοινόβιοςκοινό-βιοςὅ совместная жизнь, общежитие Gell.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κοινόβιος — α, ο (AM κοινόβιος, ον) 1. αυτός που ζει από κοινού με άλλους 2. το ουδ. ως ουσ. το κοινόβιο(ν) α) εκκλ. το μοναστήρι στο οποίο διαμένουν πολλοί μοναχοί οι οποίοι ακολουθούν κοινή λατρεία, έχουν κοινή κατοικία και διατροφή και διοικούνται από… … Dictionary of Greek
κοινοβίους — κοινόβιος living in community with others masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινόβιον — living in community with others neut nom/voc/acc sg κοινόβιος living in community with others masc/fem acc sg κοινόβιος living in community with others neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Mount Athos — Ἅγιον Ὄρος Agion Oros (Αυτόνομη Μοναστικὴ Πολιτεία Ἁγίου Ὄρους) Aftonomi Monastiki Politia Agiou Orous location of Mount Athos in Greece … Wikipedia
Киновия — У этого термина существуют и другие значения, см. Киновия (значения). Коптская икона святого Пахомия, основателя первой киновии Киновия[1] ( … Википедия
Киновийный монастырь — Коптская икона святого Пахомия, основателя первой киновии Киновия [1] (греч. κοινοβιος совместная жизнь, общежитие) христианская монашеская коммуна, монастырь общежитского устава, одна из двух (наряду с отшельничеством) форм организации… … Википедия
Киновитство — Коптская икона святого Пахомия, основателя первой киновии Киновия [1] (греч. κοινοβιος совместная жизнь, общежитие) христианская монашеская коммуна, монастырь общежитского устава, одна из двух (наряду с отшельничеством) форм организации… … Википедия
Antonius Magnus, S. (3) — 3S. Antonius Magnus, Abb. Patr. (17. Jan.) Der hl. Antonius – mit dem Beinamen der Große, Abt in der Wüste Thebais in Aegypten, Patriarch d.i. Erzvater der Einsiedler oder besser der Cönobiten – wurde im Jahre 251 zu Koman (Coma) bei Heraklea in… … Vollständiges Heiligen-Lexikon
βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… … Dictionary of Greek
κοινοβίωσις — κοινοβίωσις, ἡ (Α) η συμβίωση πολλών ανθρώπων στον ίδιο χώρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινόβιος, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *κοινοβιῶ, όπως και το κοινοβιώτης] … Dictionary of Greek
κοινοβιακός — ή, ό (AM κοινοβιακός, ή, όν) [κοινόβιος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κοινόβιο («κοινοβιακή ζωή»). επίρρ... κοινοβιακά (Μ κοινοβιακῶς) με τον τρόπο τού κοινοβίου, με κοινή ζωή … Dictionary of Greek